Κύριοι Πρόεδροι τῶν Κομμάτων τῆς Βουλῆς,
Ἔλαβα τὸ
παρακάτω κείμενο ἀπὸ ἕνα καλὸ φίλο καὶ δὲν μπορῶ νὰ μὴ σᾶς τὸ ἀναμεταδώσω πρὸς γνῶσι
καὶ προβληματισμό σας. Εἶναι συγκλονιστικό.
Ἀξίζει νὰ τὸ δῆτε
ἐπειδὴ εἶναι καὶ ἀληθινό. Θὰ δῆτε τὴν ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ τοῦ τότε καὶ πῶς οἱ
κυβερνήσεις σας, εἰδικώτερα μετὰ τὴν μεταπολίτευσι τοῦ 1974, τὴν κατήντησαν
σήμερα.
Κύριοι
Πρόεδροι, κυρίως ΝΔ καὶ ΠΑΣΟΚ, γιατί γιὰ τὰ βιβλία, ἀναγνωστικὰ καὶ ἱστορίας,
Δημοτικοῦ καὶ Γυμνασίου, ἀφήσατε νὰ ἔχουν λόγο οἱ συγγραφεῖς τύπου Ρεπούση,
καταστρέφοντας τὸ πολυτονικὸ τῆς γλώσσας μας, τὴν ἱστορία μας καὶ τὸν
ΕΛΛΗΝΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ ΜΑΣ;
Γιατί ἀφαιρέσατε καὶ τὸν ΣΤΑΥΡΟ ἀπὸ τὸν ἱστὸ τῆς
Γαλανόλευκης καὶ μᾶς ὁδηγεῖτε στὴν ἀπάνθρωπη Ν.Τ.Π. μὲ τὰ τσιπάκια, τὰ
βραχιολάκια, τὰ chemtrails, τὸν codex alimentarius καὶ μὲ προορισμό μας… αὐτά,
ποὺ ἡ Ν.Τ.Π. ἔγραψε στὸ μνημεῖο “The Georgia Guidestones” καὶ σχεδίασε ὥστε νὰ
κατέβη ὁ συνολικὸς πληθυσμὸς τῆς γῆς στὰ μόλις 500.000.000 δούλων, ἀρκετῶν νὰ τὴν
ἐξυπηρετοῦν;
Νομίζετε ὅτι θὰ εἶστε μέσα στὴν Ν.Τ.Π. ἢ σ΄αὐτὰ τὰ 500 ἑκατ.
δούλων καὶ ἐμεῖς στοὺς οὐρανούς; Διαλέξτε!
Τά 'δωσα καὶ τὰ δύο στὴν
πατρίδα!
Ἤμουν στὸ
Ναυτικὸ τὸ 1952 καὶ εὑρισκόμουν στὴν πλατεῖα Κλαυθμῶνος, ὄχι ὅπως εἶναι σήμερα.
Οἱ νεώτεροι δὲν γνωρίζουν πάρα πολλὰ ἀπὸ τὰ παλιὰ καὶ ἀποροῦν ὅταν ἀκούουν ὡρισμένα
γεγονότα τοῦ τότε.
Ἐκείνη τὴν
στιγμὴ ἔπεφτε ὁ ἥλιος καὶ θὰ γνωρίζετε, ὅτι μὲ τὴν δύσι του γίνεται ὑποστολὴ τῆς
σημαίας. Τότε τὸ Ὑπουργεῖο Ναυτικοῦ ἦταν ἐκεῖ καὶ ἡ σημαία κυμάτιζε ἀκόμη στὸ
κτίριο. Σήμερα εἶναι ἄλλες ὑπηρεσίες τοῦ Ναυτικοῦ.
Τότε, πάντα
κάθε πρωΐ, θὰ θυμοῦνται οἱ παλιοί, γινόταν ἔπαρσις σημαίας καὶ σταματοῦσαν τὰ
πάντα, ὅπως καὶ στὴν δύσι τοῦ ἡλίου γινόταν ὑποστολή. Ἦταν στιγμὲς ὡραῖες, ἀπίθανες,
ποὺ ζοῦσαν τότε οἱ ἄνθρωποι.
Τὸ ἄγημα ἀποδόσεως
τιμῶν στὸν χῶρο του καὶ ἀκοῦμε τὸν σαλπιγκτὴ νὰ δίνη τὸ σύνθημα γιὰ τὴν ὑποστολὴ
τῆς σημαίας. Τὸ ἄγημα παρουσιάζει ὅπλα. Ὁ ἀξιωματικὸς χαιρετᾷ καὶ παίζεται ὁ
Θούριος. Ὅλοι οἱ παριστάμενοι ἐκεῖ καὶ οἱ περαστικοί, ὅπως καὶ ἐγώ, σταθήκαμε σὲ
στάσι προσοχῆς. Ἀποδίδεις μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν τιμὴ στὸ ἱερό μας σύμβολο, στὴν
γαλανόλευκη σημαία. Τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ ἁρμόδιος ἀξιωματικὸς χαιρετᾷ, ἡ ματιά του
πέφτει λοξὰ καὶ βλέπει κάτι παράξενο καὶ ἡ ψυχή του ταράζεται.
Ὅταν τελείωσε ἡ
διαδικασία τῆς ὑποστολῆς τῆς σημαίας, οἱ διαβάτες συνέχισαν τὸν δρόμο τους, ἐνῷ
ἐγὼ παρέμεινα ἀπὸ συνήθεια λίγο ἀκόμα. Τότε βλέπω τὸν νεαρὸ ἀξιωματικὸ νὰ
κατευθύνεται θυμωμένος πρὸς ἕναν γεροδεμένο πλανώδιο καστανᾶ. Βλέπετε, τότε ἡ
πλατεῖα ἦταν κενὴ καὶ στὶς γωνίες ἦσαν πάντα στιλβωτὲς (λοῦστροι) καὶ καστανάδες,
ποὺ μᾶς λείπουν τώρα. Καὶ τοῦ εἶπε: «Γιατί δὲν σηκώθηκες ὄρθιος γιὰ νὰ τιμήσης
τὴν σημαία μας; Δὲν ἔχεις φιλότιμο;»
Ὁ ἄνθρωπος ἔμεινε
βουβός, ἐνῷ ἐγὼ παρακολουθοῦσα ἔντρομος καὶ φοβερὰ συγκλονισμένος. Μετά, ὁ
καστανᾶς ἔγινε κατακόκκινος καὶ ἄρχισε νὰ τρέμη. Ἤθελε νὰ φωνάξη, ἀλλὰ τὸν εἶδα
μὲ ἔκπληξι νὰ συγκρατῆται, σκύβοντας τὸ κεφάλι του καὶ νὰ κλαίη μὲ λυγμούς. Συνῆλθε
γρήγορα, σκούπισε τὰ δάκρυά του καὶ μὲ τὴν δύναμι τῶν χεριῶν του (ποὺ ἦσαν
γερά) στύλωσε τὸ σῶμα του δυνατά, ἔσπρωξε τὸν πάγκο μὲ τὰ κάστανα μπροστὰ καὶ
φώναξε μὲ ὅλη του τὴν ψυχὴ στὸν νεαρὸ ἀξιωματικό: «Πῶς νὰ σηκωθῶ κύριε; Τά
'δωσα καὶ τὰ δύο στὴν πατρίδα!» Καὶ σηκώνοντας τὰ μπατζάκια τοῦ παντελονιοῦ,
φάνηκαν δύο πόδια κομμένα πάνω ἀπὸ τὰ γόνατα. Καὶ ξανάρχισε νὰ κλαίη. Ὁ κόσμος,
ὅπως καὶ ἐγώ, γύρω του ἔκλαιγε καὶ χειροκροτοῦσε, ὅμως περισσότερο ἀπ’ ὅλους ἔκλαιγε
ὁ νεαρὸς ἀξιωματικός.
Ἔχουν περάσει
περίπου 60 χρόνια. Ποιός ξέρει τί νὰ γίνεται. Ἐκείνη τὴν στιγμὴ πάντως ἔγινε
κάτι τὸ ἀλησμόνητο, μιὰ φοβερὴ σκηνή. Ὁ ἀξιωματικὸς σκύβει, ἀγκαλιάζει καὶ φιλᾷ
τὸν καστανᾶ καὶ στὴν συνέχεια στέκεται εὐθυτενὴς μπροστὰ στὸν ἥρωα, φέρνει τὸ
δεξὶ χέρι στὴν ἄκρη τοῦ γείσου τοῦ πηλικίου του καὶ τὸν χαιρετᾷ στρατιωτικά. Τοῦ
ἀπονέμει τὰς κεκανονισμένας τιμάς, ποὺ δὲν μπόρεσε ἐκεῖνος τυπικῶς νὰ ἀποδώση
στὴν σημαία μας, διότι τῆς χάρισε τὰ δυό του πόδια στὰ βορειοηπειρωτικὰ βουνά
μας, γιὰ νὰ μπορῆ νὰ κυματίζη σήμερα ψηλά, σὲ ἐλεύθερη πατρίδα. Καὶ οἱ ἄλλοι, οἱ
πολλοί, νὰ μποροῦν νὰ πηγαίνουν μὲ γρήγορο βῆμα στὴν εἰρηνικὴ ἀπασχόλησί τους,
χωρὶς νὰ γνωρίζουν ὅτι περνοῦν μπροστὰ ἀπὸ ἕναν ἥρωα τοῦ ἀλβανικοῦ μετώπου, τὸν
Ἕλληνα ἥρωα πολεμιστή, ὅποιο ἐπάγγελμα καὶ νὰ 'χη.
Ἄλλοι δὲν μιλοῦν,
ἄλλοι ὅμως εἰρωνεύονται. Γι' αὐτὸ οἱ νέες γενιὲς πρέπει νὰ μάθουν, νὰ διδαχθοῦν
ἀπὸ τὴν οἰκογένεια καὶ ἀπὸ τὸ Σχολεῖο γιὰ τὸ Ἔπος τοῦ ‘40. Για τὸ καλό της
Πατρίδας μας.
Δημήτριος
Ντούλας
Πλωτάρχης Π.Ν.
ἐ.ἀ.
Γιὰ τὴν Ἀντιγραφὴ καὶ Ἀποστολὴ τοῦ
Θέματος: Στυλ. Σφακιανάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου