14.3.16

Εὐαγόρας Παλληκαρίδης: Ἀπὸ τοὺς κορυφαίους ὁ πιὸ κορυφαῖος!


Κορυφαίος από τους κορυφαίους. Νεαρός με το σφρίγος της νιότης του, με την ποίησή του να μαρτυρεί ένα παιδί ευαίσθητο και θαρραλέο, ένα παιδί -ακόμη- που μάθαινε να ερωτεύεται σαν όλοι οι ομήλικοί του, αλλά και να παραμένει αθεράπευτα ερωτευμένο με την Ελλάδα-Ελευθερία, τη μεγάλη αγαπημένη.

Ο Ευαγόρας γεννήθηκε στη Τσάδα της Πάφου το 1938. Ήδη από ηλικία 15 χρόνων, πρωτοστάτησε στις μαθητικές διαδηλώσεις κατά των εορτασμών της στέψης της βασίλισσας Ελισάβετ. Όταν το 1955 ξεκινούσε ο αγώνας του κυπριακού Ελληνισμού για την Ένωση, ο Ευαγόρας δεν μπορούσε να λείπει. Δεν ήταν γεννημένος για να γράψει απουσία!

Στις 17 Νοεμβρίου σε μία άλλη μαθητική διαδήλωση οργανωμένη από την ΑΝΕ κατά των Βρετανών δυναστών ο Ευαγόρας συνελήφθη και δύο ημέρες αργότερα οδηγήθηκε στο δικαστήριο με την κατηγορία ότι συμμετέσχε σε οχλαγωγία. Παραμονή της εξ αναβολής παρουσίασής του ενώπιον του Άγγλου δικαστή, ο Ευαγόρας παίρνει την απόφαση να φύγει για το βουνό, να γίνει αντάρτης για το Φως ή τον Θάνατο. Ανακοινώνοντας την απόφασή του στον πατέρα του, Μιλτιάδη, θα πάρει την απάντηση:
«Παιδί μου, εκεί που θα πας πρόσεξε προ πάντων να ‘σαι τίμιος και ηθικός… πήγαινε στην ευχή μου!»


Η ώρα, ήταν, περασμένη και η επιθυμία του να αποχαιρετίσει τους συμμαθητές του, οδηγεί τον αθεράπευτο ποιητή να γράψει ένα ποίημα και να το καταλείψει στα έδρανα του σχολείου του. Την επόμενη ημέρα οι συμμαθητές του θα διαβάζουν:

«Παλιοί συμμαθηταί,
Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του, Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ.

Θα πάρω μιαν ανηφοριά
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά.

Θ’ αφήσω αδέλφια συγγενείς,
τη μάνα, τον πατέρα
μες τα λαγκάδια πέρα
και στις βουνοπλαγιές.

Ψάχνοντας για τη Λευτεριά
θα ‘χω παρέα μόνη
κατάλευκο το χιόνι,
βουνά και ρεματιές.

Τώρα κι αν είναι χειμωνιά,
θα ‘ρθει το καλοκαίρι
τη Λευτεριά να φέρει
σε πόλεις και χωριά.

Θα πάρω μιαν ανηφοριά
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά.

Τα σκαλοπάτια θ’ ανεβώ,
θα μπω σ’ ένα παλάτι,
το ξέρω θάν’ απάτη,
δεν θάν’ αληθινό.

Μες το παλάτι θα γυρνώ
ώσπου να βρω τον θρόνο,
βασίλισσα μια μόνο
να κάθεται σ’ αυτό.

Κόρη πανώρια θα της πω,
άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου,
μονάχα αυτό ζητώ.

Γεια σας παλιοί συμμαθηταί.
Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας.
Κι όποιος θελήσει για να βρει
ένα χαμένο αδελφό, ένα παλιό του φίλο,

Ας πάρει μιαν ανηφοριά
ας πάρει μονοπάτια
να βρει τα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά.

Με την ελευθερία μαζί, μπορεί να βρει και μένα.
Αν ζω, θα μ΄ βρει εκεί.
Ευαγόρας Παλληκαρίδης»

Ένα χρόνο αργότερα, ο Ευαγόρας θα συλληφθεί κατά τη μεταφορά πυρομαχικών και οπλισμού (ένα πολυβόλο Μπρεν). Παραπέμφθηκε σε μια δίκη παρωδία από τους κατακτητές. Η θανατική ποινή ήταν προδεδικασμένη και δεν διαφοροποιήθηκε παρ’ όλο που το όπλο ήταν αχρησιμοποίητο και σε μη άμεσα χρησιμοποιήσιμη μορφή (γρασαρισμένο και αποσυναρμολογημένο). Κατά τις μαρτυρίες ο Ευαγόρας υποβλήθηκε σε διάφορα βασανιστήρια και σε ορούς της αλήθειας, αλλά δεν υπέκυψε και δεν αποκάλυψε κάποια πληροφορία. Τότε «κατέφυγαν στον εκβιασμό του πονεμένου γονιού.
Ο Τούρκος βοηθός αστυνόμος της Πάφου εκάλεσε τον Μιλτιάδη στην Αστυνομία. Τον έβαλε να καθίσει απέναντί του κι άρχισε να του λέει:
-Η κατηγορία εναντίον του γυιου σου προνοεί καταδίκη σε θάνατο. Να, και το σχετικό διάταγμα του Κυβερνήτη. Διάβασέ το. Θέλεις να του μιλήσεις, για να μας πει κάτι; Πού έχουν π.χ. κρύπτη με όπλα, πού κρύβονται οι σύντροφοί του… Αν δώσει τέτοιες πληροφορίες, θ’ αποφύγει τον θάνατο… Λοιπόν, θέλεις να του μιλήσεις;…
Τινάχτηκε απ’ τη θέση του ο πλατύστερνος Μιλτιάδης. Τέτοιο ανοσιούργημα δεν θα το ‘κανε ποτέ, ποτέ!
-Όχι, είπε. Xίλιες φορές όχι. Και καθώς τα ‘λεγε, άστραψε η θωριά του.
-Μ’ αυτές τις προτάσεις δεν θέλω ούτε να δω τον Ευαγόρα, ούτε να του μιλήσω…
Έφυγε γυρίζοντας με ολοφάνερη περιφρόνηση την πλάτη στον πληρωμένο Τούρκο.
Φτάνοντας σπίτι, διηγήθηκε το γεγονός στη μάνα. Τινάχτηκε κι εκείνη κι είπε:
-Δε γέννησα εγιώ παιδί, που θα το πουν προδότη! Χαλάλιν της πατρίδας μου το γαίμαν του παιδκιού μου!
Την παλληκαριά της οικογένειας συμπλήρωσε και τράνεψε ο νεαρός Ευαγόρας. Πορεύθηκε αγέρωχος στη δίκη. Στη δίκη «ο Άγγλος δικαστής Σω διάβασε το “κατηγορητήριο”. Τελειώνοντας σήκωσε το κεφάλι, στράφηκε προς τον κατηγορούμενο, τον κοίταξε ερευνητικά. Διασταυρώθηκαν τα βλέμματα. Γεμάτο απορία το βλέμμα του δικαστού. Ίσως -ποιος ξέρει;- να μη πίστευε και τόσο σε τούτη τη δίκη. Περήφανο και γαλήνιο το βλέμμα του ήρωός μας.
-Παραδέχεσαι; τον ρώτησε ο λειτουργός του άνομου νόμου.
-Παραδέχομαι, είπε απερίφραστα ο έφηβος.
-Έχεις τίποτε να πεις, για να μη καταδικασθείς σε θάνατο; ρώτησε και πάλι ξερά ο δικαστής.
-Γνωρίζω ότι θα καταδικασθώ σε θάνατο, είπε ο Ευαγόρας. Θα με κρεμάσετε, το ξέρω. Ό,τι έκαμα, το έκαμα σαν Έλληνας Κύπριος, που ζητά τη λευτεριά του. Εύχομαι να είμαι ο τελευταίος Κύπριος που θ’ αντικρύσει την αγχόνη. Ζήτω η Ένωσις της Κύπρου με τη μητέρα Ελλάδα! Τίποτε άλλο!
Φυσικά ο Ευαγόρας δεν άφησε και πολλά περιθώρια υπεράσπισης, αφού παρά τις υποδείξεις των δικηγόρων του παραδέχθηκε ενοχή. Ως Έλληνας Κύπριος… που ζητά την Ελευθερίαν του, τόσο απλά, τόσο ατόφυια.
Την επομένη της καταδίκης του όλος ο κόσμος αρχίζει μια τιτάνια προσπάθεια από τον σύμπαντα Ελληνισμό σε Κύπρο, Ελλάδα και αλλαχού να του απονεμηθεί χάρη. Τα βασικά επιχειρήματα ήταν πως έπρεπε να σωθεί η ζωή ενός νέου, αλλά και το ότι οι Άγγλοι δεν τον είχαν κατηγορήσει για εκτέλεση ή συμμετοχή σε μάχη, αλλά μόνο για μεταφορά οπλισμού. Ωστόσο, οι αποικιοκράτες παραμένουν ασυγκίνητοι. Ο κυβερνήτης της Κύπρου Χάρτινγκ, η Βρετανική κυβέρνηση και η βασίλισσα Ελισάβετ απορρίπτουν το αίτημα.

Παραμονή της εκτέλεσης της ποινής, οι συγγενείς επισκέπτονται τον μελλοθάνατο Ευαγόρα για να του δώσουν κουράγιο, αλλά τελικά είναι ο Ευαγόρας που δίνει θάρρος στους άλλους. Αφού συνέστησε στον πατέρα του να μη λυπάται, τον παρακάλεσε να στείλουν μια λαμπάδα στον Άη Γιώργη και τη μητέρα του να τη δει και να του φέρει τον σταυρό του -την έσχατή του ελπίδα- τον οποίο του αφαίρεσαν όταν τον συνέλαβαν.
Την τελευταία ημέρα του ήρωα ήρθαν ξανά να τον δουν. Δεν τους άφησαν όμως να τον φιλήσουν για στερνή φορά, γιατί έτσι όριζε ο νόμος.
«Μέσα απ’ τα κάγκελα, πίσω από μια σιδερένια και άλλη μια συρμάτινη πόρτα ο Ευαγόρας. Απ’ έξω η μάνα, πατέρας, συγγενείς. Του ‘φεραν και τον σταυρό και τον παρέδωσαν στον Άγγλο αξιωματικό, για να του τον δώσει. Πάντα χαρούμενος ο Ευαγόρας, αφάνταστα ήρεμος και γαλήνιος. Άστραψε όμως πιο πολύ τώρα το εφηβικό του πρόσωπο και πεταλούδισαν τα βλέφαρά του, καθώς πέρασε στον λαιμό του το σύμβολο του θριάμβου. Τώρα θα βγει συντροφιά μαζί του. Θα βαδίσει άφοβα προς την αθανασία…»
Ήλπιζε πως κάτι θα γινόταν; Έτσι είπε. Αλλά στα τελευταία λόγια στην αδερφή του παράγγελλε:
-Δεν θέλω να λυπηθείτε, ό,τι και να γίνει.

«Βγήκαν κάποτε από τη φυλακή ο γέρος κι η γριά μάνα. Οι δημοσιογράφοι τους κύκλωσαν. Βλέπουν τον πατέρα ακμαίο, μ’ ένα χαμόγελο ταπεινό και θριαμβευτικό και τρίβουν τα μάτια τους. “Τι σόι άνθρωποι είναι τούτοι;” ακούστηκε να λέει απορημένος ένας Εγγλέζος δημοσιογράφος. “Φαίνεται πως η ελληνική μυθολογία με τους τίτλους και τους ήρωας δεν είναι καθόλου μυθολογία!” “Έλληνες!” τ’ απάντησε κάποιος άλλος, που τον έπνιγε η αγανάκτηση. “Αλλ’ αυτή η λέξη δεν μεταφράζεται στ’ αγγλικά, κι αν μεταφρασθεί, δεν θα την καταλάβετε!” Ο γέρος αντί ν’ αναλυθεί σε δάκρυα, αντί να πει κάτι επαινετικό για τα τελευταία λόγια και τις τελευταίες ηρωικές στιγμές του παιδιού του, σταμάτησε. Πήρε βαθιά ανάσα κι άρχισε ν’ απαγγέλλει τούτους τους στίχους, ενώ στο πρόσωπό του καθρεφτιζόταν όλο το μεγαλείο της αδάμαστης ελληνικής ψυχής:
Το δέντρον, που φυτεύτηκεν
‘εν τζι εν ματζιδονήσιν,*
που θέλει κόπριν τζιαι νερόν
για να καρποφορήσει!
Τα δέντρα που φυτέψασιν
για να καρποφορήσουν
θέλουν λεβέντικα κορμιά
γαίμαν να τα ποτίσουν!
(*δεν είναι μαϊντανός)

Τίποτε δεν κατάλαβαν οι ξένοι δημοσιογράφοι. Έμειναν μόνο να τον κοιτάζουν εκστατικοί. Μα οι Έλληνες έσκυψαν, του ‘σφιξαν το χέρι, του το φίλησαν με βαθύ σεβασμό. Αυτοί κατάλαβαν…»
Εμείς μήπως καταλάβαμε έστω και κάτι; Έστω λάβαμε ένα χτύπο της καρδιάς τους;

Στα τελευταία του λόγια, στο τελευταίο του γράμμα δηλώνει:
«Θ’ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.»

Λίγες ώρες αργότερα ο 18χρονος Ευαγόρας Παλληκαρίδης, με το βάρος του ονόματος ενός αρχαίου επαναστάτη βασιλιά της Σαλαμίνος στις πλάτες του και με την παλληκαριά της Ρωμιοσύνης, σήκωσε τον σταυρό του και πορεύτηκε το στερνό ταξίδι προς την αγχόνη. Με την πίστη στον Θεό και με τη σκέψη στην πεντασύλλαβη λέξη, σ’ εκείνη για την οποία ήρθε «ως εδώ», στην «πανώρια κόρη» σ’ «ΕΚΕΙΝΗΝ, την οποίαν κάθε άνθρωπος επιθυμεί πιο πολύ απ’ όλα», όπως έγραφε στο τελευταίο γράμμα του προς την αδερφή του. Έτσι ολοκλήρωσε ακόμη ένας υπέροχος νέος της Κύπρου του χθες την «πιο όμορφη μέρα της ζωής του».

Η αβάστακτη σύγκριση
Σήμερα, εμείς στα ίδια χώματα περπατώντας και την ίδια λαλιά μιλώντας, με το ίδιο αίμα και την ίδια ιστορία κουβαλώντας βαυκαλιζόμαστε με κούφιες «αξίες» των πρόσκαιρων και τον ανόσιων. Διαγράφουμε βαθμηδόν τις χθεσινές σελίδες απ’ το βιβλίο, τις σελίδες που οφείλαμε να θυμόμαστε. Βαφτίσαμε αυτές τις σελίδες «ανεπιθύμητες» και «ακραίες» και τις παραπετάξαμε σε κάποια γωνιά μιας ξεχασμένης αίθουσας. Δεν μας κάνουν πια, δεν πάνε με το κίτρινο lifestyle. Η ξανθή του τηλεοπτικού γυαλιού και η άλλη που ξεγυμνώθηκε μπροστά σ’ όλους θεωρούνται σαν τα μόνα άξια λόγου σε μια χώρα που βούλιαξε στα χρέη, σ’ ένα νησί που αντικρίζει καθημερινά τη λαβωματιά του στον Πενταδάκτυλό, σ’ ένα έθνος που έπαψε να έχει όραμα για το μέλλον!
Στενέψαμε την οπτική μας και σμικραίνουμε την καρδιά μας. Δυσκολευόμαστε να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε χάνοντας την πυξίδα μας. Δυσκολευόμαστε να θυσιάσουμε κάτι, πόσο μάλλον να θυσιαστούμε. Είμαστε δεμένοι πισθάγκωνα στο ερέβινο κενό. Η νύκτα η δικιά μας σ’ αυτό το ψεύτικο κουτί δεν έχει ήλιους, μόνο δίκτυα αράχνης που μας κρατούν μακριά απ’ το φως. Στον θάνατον… ακαταπαύστως! Πολλοί από μας θα φύγουν «μια μέρα από τη ζωή χωρίς να έχουν πάρει καν είδηση τι τους συνέβει…» (Ο. Ελύτης: Ιδιωτική Οδός)! Πολύ φοβάμαι πολλοί από μας θα φύγουμε χωρίς να έχουμε καταλάβει τίποτε!

Υ/Γ. Μεταξύ της καταδίκης και της εκτέλεσης του Ευαγόρα Παλληκαρίδη μεσολάβησε ένας μήνας και σ’ αυτόν τον χρόνο έγινε μεγάλη δραστηριοποίηση διεθνώς και διαβήματα σε ξένες χώρες και διεθνή βήματα για να δοθεί χάρη και να απαλλαγεί από τη θανατική ποινή ο Ευαγόρας.
«Συγκινούνται όσοι αγαπούν την ελευθερία. Ένας Αμερικανός γερουσιαστής, γοητευμένος από την αντρίκια συμπεριφορά του εφήβου, τηλεγράφησε ικετευτικά στον Χάρντινγκ. “Τον υιοθετώ”, του έλεγε. “Θα τον στείλω εδώ για ανώτερες σπουδές.” Αλλά ο Κυβερνήτης με ύπουλη διπλωματικότητα απέρριψε την ανθρωπιστική πρόταση.

Ευτυχώς, Χάρντινγκ! Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης θα μείνει στην αιωνιότητα ως ένας εραστής της Ελευθερίας, οραματιστής και ήρωας και όχι σαν ένας σπουδασμένος, «επιτυχημένος» και βολεμένος «πρώην αγωνιστής»!
Βασικές πηγές: (α) Νικόλαος Π. Βασιλειάδης (1995), Εθνομάρτυρες του Κυπριακού Έπους: 1955-59, Σωτήρ, Αθήνα, σ. 149-158.  (β) Βικιπαίδεια, λήμμα Ευαγόρας Παλληκαρίδης (http://el.wikipedia.org/wiki/Ευαγόρας_Παλληκαρίδης)
Σχετικά βίντεο και τραγούδια:

(α) Η πιο όμορφη ώρα, Ευαγόρας Παλληκαρίδης (ταινία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Κύπρου)
(β)
Ευαγόρας Παλληκαρίδης (απόσπασμα αφιερώματος του ΡΙΚ)
(γ)
Θα πάρω μιαν ανηφορά (μελοποιημένη ποίηση Ε. Παλληκαρίδη)
(δ)
Όποιον πάρει (μελοποιημένη ποίηση Ε. Παλληκαρίδη)
(ε)
Ηρώων γη (μελοποιημένη ποίηση Ε. Παλληκαρίδη)
(στ)
Των αθανάτων (μελοποιημένη ποίηση Ε. Παλληκαρίδη)
(ζ)
Του Βαγορή (τραγούδι στην κυπριακή διάλεκτο για τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...