Πέρασε περίπου ἕνας μήνας ἀπὸ τότε
ποὺ ἄρχισε
ἡ διαμάχη γιὰ τὸ
περιβόητο βιβλίο τῆς E΄
καὶ Στ΄ τάξεως Δημοτικοῦ, μὲ ἐντεινόμενες ἀντιπαραθέσεις μεταξὺ τῶν
πολεμίων καὶ τῶν ὑπερασπιστῶν τούτου, χωρίς, ὡστόσο, νὰ ἔχη
γίνει ἀντιληπτὸ γιὰ τὸν εὑρισκόμενο
σὲ σύγχυσι πολὺ κόσμο, ποία εἶναι στὴν
πραγματικότητα ἡ οὐσία τοῦ
προβλήματος. Καὶ
συγκεκριμένα: Οἱ μὲν ὑποστηρικτὲς τοῦ
βιβλίου ἑστιάζουν τὴν ὑπεράσπισί
του κυρίως στὸ ὅτι τὸ ἐπίμαχο βιβλίο εἶναι γλωσσολογικῶς ὀρθὸ (ἀφοῦ στὸν
προφορικὸ λόγο τὰ φωνήεντα –φωνηεντικοὶ
φθόγγοι– στὴν Νέα Ἑλληνικὴ εἶναι 5) καὶ ὅτι
κανένα ἀπὸ τὰ 24 γράμματα τοῦ ἀλφαβήτου
μας δὲν καταργεῖται, οἱ δὲ πολέμιοι τοῦ βιβλίου ὑποστηρίζουν ὅτι τὰ φωνήεντα τῆς Ἑλληνικῆς εἶναι
7, ὅτι στὸ
βιβλίο καταργοῦνται
τὰ φωνήεντα «η, υ, ω», καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ
σύμφωνα «ξ, ψ», καὶ ὅτι ἡ Νέα
Γραμματικὴ εἰσάγει 3 νέα δίψηφα σύμφωνα «μπ, ντ, γκ».
Ἡ βασικὴ αἰτία,
ποὺ προεκάλεσε τὴν διάστασι αὐτῶν τῶν ἀπόψεων,
ὀφείλεται στὸ ὅτι στὴν σελίδα 36 τοῦ βιβλίου παρουσιάζονται 5 φωνήεντα καὶ 18 σύμφωνα, εἰς δὲ τὸ ἄνω
μέρος τῆς ἴδιας
σελίδας 36 (καὶ
μάλιστα σὲ
τίτλο) ἀναγράφεται «Μιλῶ καὶ
γράφω», δηλαδὴ στὸ ρῆμα
«Μιλῶ» προστίθεται καὶ τὸ ρῆμα «γράφω», καὶ ἔτσι
συμπεραίνεται –ἐμμέσως
πλὴν σαφῶς– ὅτι ἡ
φωνητικὴ ὀρθογραφία,
στὴν ὁποία
δὲν ὑπάρχει
διαφορὰ μεταξὺ (ο, ω), (ε, αι), ὡς καὶ (η, ι, οι, υ, ει) θὰ ἐπιβληθῆ
στὸν γραπτὸ λόγο, πρᾶγμα ὅμως ἀδιανόητο! Καὶ τοῦτο,
διότι ἡ γραφὴ μίας
γλώσσας ἔχει καθοριστικὴ σημασία γιὰ τὴν
ταυτότητά της. Εἰδικώτερα,
ἡ Ἑλληνικὴ Γραφὴ
παραμένει διαχρονικῶς ἀναλλοίωτη γιὰ δυόμισι περίπου χιλιάδες χρόνια,
θεωρούμενη ὡς ἀνεκτίμητης ἀξίας στοιχεῖο τοῦ παγκοσμίου πολιτισμοῦ. Πράγματι, ἀντίθετα ἀπὸ τὸν προφορικὸ λόγο, ποὺ
μεταβάλλεται μὲ τὸν χρόνο ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, ἡ Ἑλληνικὴ Γραφὴ διατηρεῖται ἀμετάβλητη,
ὡς γενικὰ ἀποδεκτὸ σύμβολο ἀναφορᾶς γιὰ τὴν
διαχρονικότητα καὶ τὴν οἰκουμενικότητά
της.
Οἱ φόβοι ἐπικρατήσεως τῆς
φωνητικῆς ὀρθογραφίας
(γραφῆς) καὶ σὲ ἑπομένη
φάσι τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου
(ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἀποκοπὴ τῆς Νεοελληνικῆς ἀπὸ τὴν Ἀρχαία Ἑλληνικὴ) δικαιολογοῦνται ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἀνάλογες
προσπάθειες εἶχαν
γίνει κατὰ
καιροὺς στὸ
παρελθόν, ἀλλὰ προσέκρουσαν σὲ σφοδρὲς ἀντιδράσεις.
Ἡ γλῶσσα μας δὲν εἶναι ἀγαθό, ποὺ ἐνδιαφέρει
μόνο τοὺς γλωσσολόγους, ἀλλὰ εἶναι ὑπόθεσις
ὅλων μας μὲ διάφορο βεβαίως βαθμὸ εὐθύνης τοῦ κάθε χρήστη, ἀναλόγως
τῆς εἰδικότητός
του. Ἔτσι εἶναι εὔλογο τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν γλῶσσα
μας, ὄχι μόνον ὅσων ἀνήκουν
στὶς θεωρητικὲς ἐπιστῆμες, ἀλλὰ καὶ ἐκείνων ποὺ ἀνήκουν
στὶς θετικὲς ἐπιστῆμες (τὶς
λεγόμενες «ἀκριβεῖς»), οἱ ὁποῖες ἀπαιτοῦν στὸν γραπτὸ λόγο σαφήνεια, ὀρθότητα
καὶ ἀκρίβεια,
κυρίαρχα στοιχεῖα τῆς Ἑλληνικῆς. Χαρακτηριστικὸ εἶναι ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ μὲ τοὺς ἀπαράμιλλους γραμματικοὺς καὶ
συντακτικοὺς
κανόνες καὶ τὴν ἐν
γένει μαθηματική της δομὴ ἔχει θεωρηθῆ φαινόμενο τελειότητος καὶ συνεχείας μὲ μοναδικὴ ἀκτινοβολία
σ’ ὅλο τὸν
κόσμο. Κατὰ τὸν κορυφαῖο ἑλληνιστὴ καὶ
καθηγητὴ γλωσσολογίας κ. F. R. Adrados, ἡ Ἑλληνική, ἀπὸ τὴν
Μυκηναϊκὴ Ἐποχὴ μέχρι σήμερα μὲ τὶς
διάφορες ἐκφάνσεις
της εἶναι
μία, ἑνιαία, ἀδιαίρετη καὶ ἀδιάσπαστη, ἀποτελοῦσα ἕνα διαχρονικῶς ἐξελισσόμενο
μὲ τὴν δική
του δυναμικὴ
σύνολο. Ἡ ἀποκοπὴ τῆς
Νεοελληνικῆς ἀπὸ τὶς ρίζες της, τὰ Ἀρχαῖα
Ἑλληνικά, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν κακοποίησι τῆς
γλώσσας μας ἀκόμη
καὶ ἀπὸ τὰ MME
– ἀλλὰ καὶ τὴν
γνωστὴ σὲ ὅλους μας συρρίκνωσι τοῦ λεξιλογίου καὶ τὴν ἀδυναμία ἐκφράσεως τῆς
νεολαίας μας.
Χαρακτηριστικὸ εἶναι ἀκόμη ὅτι οἱ ὑποστηρικτὲς τοῦ
βιβλίου ἀποφεύγουν νὰ δηλώσουν εὐθέως,
ἐὰν τοῦτο ἀπὸ
παιδαγωγικῆς ἀπόψεως εἶναι κατάλληλο γιὰ
μαθητὲς τοῦ
Δημοτικοῦ. Τέτοια σχολικὰ ἐγχειρίδια
γράφονται, ἐν
γένει, ὄχι ἀπὸ γλωσσολόγους (χωρὶς πεῖρα διδασκαλίας σὲ μαθητὲς τοῦ Δημοτικοῦ), οἱ ὁποῖοι ἄλλωστε δὲν πρόκειται νὰ τὰ διδάξουν, ἀλλὰ ἀπὸ ἐκπαιδευτικοὺς μὲ
μεγάλη διδακτικὴ καὶ παιδαγωγικὴ ἐμπειρία
σὲ συνεργασία πάντα μὲ δασκάλους Δημοτικοῦ, οἱ ὁποῖοι καὶ θὰ ἔχουν τὴν εὐθύνη διδασκαλίας τους. Αὐτονόητο εἶναι ὅτι τὰ ἐγχειρίδια
αὐτά, στὴν συνέχεια θὰ ὑποστοῦν τὸν
προσήκοντα ἔλεγχο
ἀπὸ εὐρύτερο κύκλο καθ’ ὕλην ἁρμοδίων.
Ἀντιθέτως, κατὰ τὴν
σύνταξι τοῦ ἐπίμαχου βιβλίου (ὅπως φαίνεται ἀπὸ
δήλωσι τῆς πρώτης τῶν συγγραφέων) δὲν
ζητήθηκε ἡ συμβουλὴ δασκάλων ἑλληνικῶν
σχολείων. Ὅπως δὲ μοῦ ἐγνώρισε διεθνοῦς ἐμβελείας
καθηγήτρια κλασσικῆς
φιλολογίας (γνωστοῦ
ξένου πανεπιστημίου), οἱ
συντάκτες τοῦ
βιβλίου «ἔχουν
υἱοθετήσει ἐγχειρίδια γιὰ τὴν ἀγγλικὴ γλῶσσα χωρὶς πολλὴ
σκέψι» καὶ ὅτι τὸ μόνο
ποὺ θὰ
καταφέρουν εἶναι νὰ προκαλέσουν μεγαλύτερη σύγχυσι!
Καὶ ὅλα αὐτὰ θὰ εἶχαν ἀποφευχθῆ, ἂν τὸ ὑπουργεῖο
Παιδείας εἶχε
ζητήσει τὴν
γνώμη τῆς Ἀκαδημίας
Ἀθηνῶν, ὅπως ἄλλωστε
εἶχε πράξει στὸ πρόσφατο παρελθὸν γιὰ ἀναλόγου σπουδαιότητος θέματα. Πράγματι,
κατὰ τὸ
προοίμιο τῆς
κυρωθείσης μὲ τὸν N. 4398/1929 συντακτικῆς ἀποφάσεως
περὶ Ὀργανισμοῦ τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν «ἡ ἵδρυσις
Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν ἐν Ἑλλάδι
εἶναι Ἐθνικὴ ἀνάγκη
ἐκ τῶν
μεγίστων, ὅπως
φωτίζη καὶ
χειραγωγῆ τὰς
δημοσίας ὑπηρεσίας,
μελετᾷ καὶ
κανονίζη τὰ τῆς Ἐθνικῆς ἡμῶν γλώσσης, παρασκευάζη καὶ συντάσση καὶ δημοσιεύη τὴν Γραμματικήν, τὸ Συντακτικὸν καὶ τὰ Λεξικὰ αὐτῆς...».
Ἐν προκειμένῳ, ὑπάρχει προσωπικὴ ἐπιστολὴ διαμαρτυρίας τοῦ προέδρου τῆς Ἀκαδημίας
κ. Γ. Κοντόπουλου γιὰ τὸ βιβλίο αὐτὸ πρὸς τὸν ὑπουργὸ
Παιδείας.
Ἐν ὄψει τούτων ἐπιβάλλεται ἡ ἐπανεξέτασις τοῦ ζητήματος, ἡ ἀπόσυρσις
τοῦ βιβλίου καὶ ἡ χρῆσις
προσωρινῶς τῶν
προηγουμένων ἤδη
δοκιμασμένων διδακτικῶν
βιβλίων γραμματικῆς.
Ἀ. N. Κουνάδης
Ὁμ. καθηγητὴς E.M.Π.,
Ἀκαδημαϊκός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου