Πρὶν
λίγες ἡμέρες, ψάχνοντας
γιὰ κάποιο βιβλίο στὴν βιβλιοθήκη μου, ἀνεκάλυψα ἕνα παλαιότερο, τοποθετημένο σὲ πίσω σειρά. Θυμήθηκα πὼς γιὰ κάποιο λόγο τότε μὲ εἶχε
ἐκνευρίσει. Ψάχνοντας θυμήθηκα τὸ γιατί καὶ ἀποφάσισα
πὼς τώρα εἶναι ἡ πρέπουσα στιγμὴ νὰ
τὸ σχολιάσω. Τὸ βιβλίο ἦταν τὸ «Ἀλφαβητάρι
τοῦ Νεοέλληνα» τοῦ Χρ. Γιανναρᾶ. Τί εἶχε ὅμως συμβεῖ; Μέσα του ὑπῆρχαν ἀποσπάσματα, τὰ ὁποῖα ἐνῷ προβάλλονταν ὡς "ρεαλιστικὰ κείμενα ἐπίκαιρης ἑλληνικῆς αὐτοσυνειδησίας" σὲ κάποια ἀπὸ
αὐτὰ
ὑπῆρχε
ἕνας ρεαλισμός, ὁ ὁποῖος στὴν πράξη μεταφράζεται ὡς ὑφέρπων
ψοφοδεϊσμός, ποὺ μᾶς προσγειώνει ἀνώμαλα, λέγοντας πὼς "ὅ,τι χάθηκε δὲν ἐπανέρχεται".
Σὲ
ἕνα ἀπὸ
τὰ ἀποσπάσματα,
τὸ ὁποῖο ἔχει
γράψει ὁ ἴδιος ὁ καθηγητής, ἀναφέρει τὰ ἑξῆς ἀπίστευτα: «Ἡ Ἱστορία
δὲν γυρίζει πίσω. Ἡ Ἰστανμποὺλ δὲν μπορεῖ νὰ
ξαναγίνει Κωνσταντινούπολη, οὔτε
τὸ πολυτονικὸ νὰ
ἀποτελέσει καὶ πάλι τὸν καθολικὸ τρόπο τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς. Ἡ ἔκπτωση
ἀπὸ
ὑψηλότερο σὲ χαμηλότερο ἐπίπεδο πολιτισμοῦ δὲν
ἀντιστρέφεται. [...] Ἂν ἀπρόσμενα
χαριζόταν σήμερα στοὺς
Ἕλληνες ἡ Ἰστανμπούλ,
τὸ δῶρο
θὰ ἦταν
ἄδωρο. Ὄχι, ἀκτινοβολία ἑλληνικῆς εὐγένειας καὶ ἀρχοντιᾶς δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ τῆς
προσδώσουμε, ἄλλα οὔτε τὸ παρελθόν της δὲν εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ
διαχειριστοῦμε — τὸ ἀποδείχνουμε
στὴν σημερινὴ Ἀθήνα καὶ Θεσσαλονίκη.
Ἂν μὲ ἀνάλογες
παραμυθένιες πιθανότητες κάποια ἑλληνικὴ κυβέρνηση ἀποφάσιζε νὰ εἰσαγάγει
καὶ πάλι τὸ πολυτονικὸ στὰ σχολεῖα (τὴν διδασκαλία τῶν ἀρχαίων
ὡς θεμελιῶδες γλωσσικὸ μάθημα), ἐξ ἴσου
ἄδωρο θὰ ἦταν
τὸ δῶρο.
Τὰ εἴκοσι
χρόνια του χάσματος ποὺ ἔχει ἤδη παρεμβληθεῖ στὴν γλωσσική μας συνέχεια, θὰ ἀπέδειχναν
οὐτοπικό, μὴ λειτουργικὸ τὸ
ἐγχείρημα.
Ὅταν
διακόπτεται ἡ συνέχεια τῆς ζωῆς, τὸ ρίζωμα σὲ πανάρχαια πατρογονικὰ ἐδάφη
ἢ στὴν γλῶσσα (στὴν γλῶσσα ποὺ εἶναι
τὸ «σπίτι» τῆς ὕπαρξής
μας, καθὼς ἔλεγε ὁ Χάιντεγκερ), ἡ ἀπώλεια
εἶναι ὁριστική. Ὅ,τι χάθηκε μπορεῖ νὰ
ξανακερδηθεῖ ὡς μάθηση ἀπὸ
κάποιους ἐλάχιστους
λογίους, ἄλλα δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ
συγκροτήσει καὶ πάλι καθολικὸ λαϊκὸ βίωμα.»
Ἡ διαφωνία μου λοιπὸν ὡς
πρὸς αὐτὰ
ἑστιάζεται στὸ ὅτι
ὁ καθηγητὴς θεωρεῖ πὼς
ὅ,τι χάνεται, χάνεται ἀνεπιστρεπτὶ καὶ ὁριστικά,
κρίνοντας μὲ συνθῆκες σημερινὲς μελλοντικὰ γεγονότα. Ἴσως ἡ γνωστὴ φράση, ἡ χιλιομεταφρασμένη, ποὺ λέει «ποτὲ μὴ
λὲς ποτὲ» δὲν ἔχει
γι’ αὐτὸν κάποια σημασία. Ἐξαρτᾶται πῶς βλέπει κάποιος τὰ πράγματα. Ἄλλος τὸ "μαῦρο" τὸ βλέπει "πίσσα" καὶ ἄλλος
"γκρί", ἕνα
μαῦρο δηλαδή, ποὺ περιέχει καὶ ἄσπρο.
Ἄλλος τὸ ποτῆρι τὸ βλέπει μισοάδειο, ἄλλος μισογεμᾶτο. Τὸ πρόβλημα ὑπάρχει ἂν κάποιος τὸ βλέπει τελείως ἄδειο. Διότι τὸ "ποτὲ" ἰσχύει γιὰ τώρα. Τὸ "ἴσως", τὸ "πιθανὸν" ἰσχύει γιὰ τὸ
αὔριο.
Ὁ κ. καθηγητὴς εἶναι φιλόσοφος. Ἐγὼ
ὅμως εἶμαι ἱστορικός. Καὶ στὴν ἱστορία
γνωρίζουμε ὁρισμένα πράγματα.
Πρῶτον ὅτι κυριαρχεῖ ἡ
αἰτιότητα. Αὐτὸ
σημαίνει ὅτι τὰ ἴδια
αἴτια (ἀκόμη καὶ σὲ
διαφορετικὲς ἐποχὲς) κάτω ἀπὸ
τὶς ἴδιες
συνθῆκες, μᾶς δίνουν τὰ ἴδια
ἀποτελέσματα. Ἄρα κάτι ποὺ συνέβη κάποτε, ὅταν τὰ αἴτια
καὶ οἱ συνθῆκες θὰ εἶναι
κατάλληλες μπορεῖ νὰ ξανασυμβεῖ. Δεύτερον, στὴν ἱστορία
κυριαρχεῖ "τὸ ἀπρόβλεπτον".
Ἂν π.χ. τὸ 1821 ἔλεγαν στοὺς Ἕλληνες
ὅτι σὲ 100 χρόνια ὁ στρατός τους θὰ ἦτο
ἔξω ἀπὸ
τὴν Ἄγκυρα,
οὐδεὶς
θὰ τὸ
ἐπίστευε. Κι ὅμως 100 χρόνια μετὰ αὐτὸ συνέβη. Ἂν τὸ 490 π.Χ. θεωροῦσε κάποιος ὅτι οἱ Ἀθηναῖοι θὰ ἦταν
ἀδύνατον, λόγῳ ἀριθμητικῆς δυνάμεως, νὰ νικήσουν τὸν ἀπείρως
ἰσχυρότερο στρατὸ τῶν Περσῶν,
σήμερα εἶναι φανερὸ πὼς
αὐτὸς
θὰ εἶχε
κάνει λάθος. Τὸ ἴδιο κι ἂν κάποιος, στὴν ἀρχαιότητα,
ἔλεγε πὼς θὰ ἦταν
δυνατὸν 30.000 Ἕλληνες ἀπὸ
τὴν Μακεδονία νὰ κατορθώσουν νὰ νικήσουν τὰ ἑκατομμύρια
τῶν Περσῶν καὶ νὰ
κατακτήσουν τὴν Ἀσία. Θὰ τὸν
ἔλεγαν τρελλό. Ἡ ἱστορία,
ὅμως, ἀπέδειξε τὸ ἀντίθετο!
Ἐξαρτᾶται λοιπὸν ἀπὸ τὸ
πῶς βλέπει κάποιος τὰ πράγματα. Ἂν βλέπει "χαμένες πατρίδες",
τότε τὶς ἔχασε ὁριστικά. Ἂν τὶς βλέπει ἁπλῶς
"ἀλησμόνητες",
τότε πιθανὸν νὰ τὶς
βρεῖ. Ἂν ὅμως
τὶς βλέπει σὰν "τὰ μέρη τὰ κλεμμένα", τότε κάποτε θὰ τὰ
ζητήσει πίσω ἀπὸ τὸν
κλέφτη. Καὶ τότε ἡ Ἰστανμποὺλ μπορεῖ νὰ
ἀποκληθεῖ ξανὰ «Κωνσταντινούπολη»!
Ὅσο γιὰ τὴν
γλῶσσα, τὰ πράγματα εἶναι πιὸ ἁπλά.
Ὅπως μὲ ἕνα
διάταγμα καταργήθηκε τὸ
πολυτονικὸ καὶ κατεστράφη ἡ γλῶσσα, ἔτσι μὲ ἕνα
νέο διάταγμα αὐτὸ μπορεῖ πάλι νὰ ἐπανέλθει
καὶ νὰ ἐφαρμοσθεῖ. Χρειάζεται ἁπλῶς νὰ ὑπάρχει
κράτος, ἐθνικὴ βούληση καὶ ἡγετικὴ φυσιογνωμία στὰ ἡνία
τοῦ ἅρματος τῆς Ἑλλάδος!
Ὅπως ἐπίσης, μὲ ἕναν
ἁπλὸ
νόμο, μποροῦν νὰ
ἀλλάξουν οἱ πινακίδες. Ἀρκεῖ νὰ
λέει: «Μπορεῖτε νὰ χρησιμοποιεῖτε ὅποια γλῶσσα θέλετε στὶς πινακίδες. Ἡ ἑλληνικὴ εἶναι
δωρεάν. Ἡ χρησιμοποίηση ἄλλης γλώσσας κοστίζει κάποιες χιλιάδες €ὑρὼ
τὸ κάθε γράμμα». Τὸ ἴδιο
μπορεῖ νὰ γίνει καὶ στὴν τηλοψία. «Ὅποιος δὲν γνωρίζει καλὰ ἑλληνικά,
δὲν προσλαμβάνεται. Ὅποιος τηλεαστέρας χρησιμοποιεῖ ὅρους,
ὅπως "brake" ἀντὶ
"διάλειμμα", κ.λπ. θὰ
πληρώνει πρόστιμο κι αὐτὸς καὶ τὸ
κανάλι». Κι ὅποιος δάσκαλος δὲν γνωρίζει ἢ δὲν
ἐπιθυμεῖ νὰ
διδάξει τὸ πολυτονικό, δὲν θὰ προσλαμβάνεται. Θὰ δεῖτε πῶς θὰ φτιάξουν ἀμέσως τὰ πράγματα. Καὶ μὴ
μοῦ πεῖτε ὅτι αὐτὸ
εἶναι φασιστικό! Ὁ φασισμὸς εἶναι μόνο στὸ μυαλό τους, ὅπως καὶ τὸ
κτύπημα τῆς Ἑλλάδος. Διότι, ὅταν οἱ Ἑβραῖοι, πρὶν λίγες δεκαετίες, ἵδρυσαν τὸ κράτος τοῦ Ἰσραήλ,
ἐπανέφεραν μία νεκρὴ γιὰ 2000 χρόνια γλῶσσα, τὴν ἀρχαία
τους γλῶσσα καὶ τὴν
ἔκαναν ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ κράτους τους! Γιὰ τοὺς Ἑβραίους,
λοιπόν, μεσολάβησαν 2000 χρόνια κι ὅμως
ἐπανέφεραν τὴν χαμένη γλῶσσα τους. Γιὰ ἐμᾶς μεσολάβησαν μόνο 30 χρόνια (20 ἀπὸ
τὴν συγγραφὴ τοῦ βιβλίου) καὶ κατὰ τὸν
συγγραφέα «ὅ,τι χάθηκε δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ
συγκροτήσει καὶ πάλι καθολικὸ λαϊκὸ βίωμα» καὶ εἶναι
ἀδύνατον νὰ ἐπανέλθει.
Αὐτὸ ποὺ ξέρω εἶναι πὼς ὁ
καθένας μπορεῖ νὰ φιλοσοφεῖ γιὰ τὰ
πράγματα. Ἄλλος
«ρεαλιστικά», ἄλλος «αἰσιόδοξα». "Ρεαλισμός", ὅμως, σημαίνει πραγματικότητα. Ὄχι "διαχρονικὴ πραγματικότητα" ἀλλὰ
πραγματικότητα ποὺ
ἐκφράζει μία συγκεκριμένη χρονικὴ περίοδο, μὲ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Ὁ πρόγονός μας, ὁ ρήτωρ Ἰσοκράτης (πρὸς Δημονίκον 7,4), θεωροῦσε ὅτι «ἡ κτῆσις τῆς ἀρετῆς, δύναται νὰ καταστήσει τὰ ἀδύνατα
γιὰ τοὺς ἄλλους,
δυνατὰ στοὺς ἀσκοῦντες αὐτήν». Ἂν δὲν ἔχουμε
τὴν ἴδια
ἀντίληψη, τότε παραμένουμε στὸ ἐφικτὸ ἢ
στὸ ἀδύνατο. "Ἐφικτὸ" καὶ "ἀδύνατο", ὅμως, σημαίνουν "μνημόνια",
"ὀσφυοκαμψία",
"δουλεία", "ὑποταγή".
Δὲν ἔχει
δίκιο, λοιπὸν ὁ κ. Γιανναρᾶς. Εἰδικὰ σήμερα χρειαζόμαστε περισσότερο ἀπὸ
ποτὲ θάρρος, αἰσιοδοξία καὶ δύναμη νὰ κάνουμε τὰ ἀδύνατα,
δυνατά. Καὶ αὐτὸ
τὸ ὑπενθυμίζει
καὶ σ’ ἐμᾶς
ἀλλὰ
κυρίως σὲ ἐκεῖνον
ὁ Ἠράκλειτος,
ὅταν λέει: «ἐὰν μὴ ἔλπηται,
ἀνέλπιστον οὐκ ἐξευρήσει...»,
ποὺ ἐλευθέρως ἀποδιδόμενο σημαίνει «ἐὰν δὲν ἐλπίζεις,
τὸ ἀνέλπιστο
δὲν θὰ τὸ
βρεῖς»! Χρειάζεται ἑπομένως ἀπὸ
ἐμᾶς
ἐλπίδα, ὅραμα καὶ δράση. Ὁ Πλάτων ἐξ ἄλλου
εἶχε πεῖ «καθεύδων γὰρ οὐδεὶς
οὐδενὸς ἄξιος»,
δηλαδὴ «ὅποιος κοιμᾶται, δὲν εἶναι ἄξιος γιὰ τίποτα»!
Ἀντώνιος Ἀ. Ἀντωνᾶκος
Καθηγητής - Κλασσικὸς Φιλόλογος
Ἱστορικός - Συγγραφεύς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου