Η Χριστουγεννιάτικη ιστορία που ακολουθεί, είναι αληθινή και έλαβε χώρα, προ ολίγων ετών. Σας την παραδίδουμε, έστω και με καθυστέρηση, επειδή μας άρεσε πολύ και είναι σίγουρα ωφέλιμη.
Πλησίαζαν Χριστούγεννα και εκείνη την χρονιά τα κρύα είχαν αρχίσει νωρίς. Οι άνθρωποι ήσαν μαζεμένοι στα σπίτια τους, ότι είχε ο καθένας. Όποιος δεν είχε, γυρνούσε στους δρόμους, όπως καλή ώρα. Βεβαίως οι βιτρίνες απο καιρό, ήσαν πάντα στον δικό τους κόσμο.
Πλησίαζαν Χριστούγεννα και εκείνη την χρονιά τα κρύα είχαν αρχίσει νωρίς. Οι άνθρωποι ήσαν μαζεμένοι στα σπίτια τους, ότι είχε ο καθένας. Όποιος δεν είχε, γυρνούσε στους δρόμους, όπως καλή ώρα. Βεβαίως οι βιτρίνες απο καιρό, ήσαν πάντα στον δικό τους κόσμο.
Ο μικρός φτωχοντυμένος και αδύνατος διαβάτης, που ήταν δεν ήταν 8 - 9 χρονών, είχε κολλήσει την μύτη του σε μία βιτρίνα, με παπούτσια όλων των ειδών. Όπως έπεφταν επάνω τους τα χρωματιστά φώτα, έφτανε να απλώσης τα χέρια σου για να πάρης! Ο μικρός μας, ούτε κάν το σκεφτόταν, τα χεράκια του ήταν κοκκαλωμένα απο το κρύο και δεν τα έβγαζε εύκολα απο τις τσέπες του.
"Τί κάνεις εδώ"; τον ερώτησε μία καλοβαλμένη υψηλή γυναίκα.
Σήκωσε τα μάτια του και έκανε κάμποση ώρα μέχρι να φθάση τα δικά της μάτια. Κύτταξε πρώτα τα ακριβά της ρούχα, την δερμάτινη τσάντα της, τα βραχιόλια και το κολλιέ, καταλήγοντας στα μεγάλα της μάτια, που τον "έβλεπαν" ίσαμε την ψυχή του. Ξανακόλλησε το πρόσωπό του στην βιτρίνα και είπε, "περιμένω κυρία, να μου χαρίση ο Θεός, ένα ζευγάρι παπούτσια"!
Δίχως δεύτερη κουβέντα και σκέψη, η ευπαρουσίαστη κυρία, παίρνει απο το χέρι τον μικρό και μπαίνουν στο κατάστημα. Κάθεται εκείνος στον μικρό καναπέ και μία πωλήτρια πλησιάζει και πρώτα του καθαρίζει τα πόδια. Ύστερα του φοράει ένα ζευγάρι καινούργιες μάλλινες κάλτσες και μετά το συγκεκριμένο ζευγάρι παπούτσια, που "ζαχάρωνε" ο μικρός για ώρα πρίν, βλέποντας την βιτρίνα.
Η ευγενής κυρία πλήρωσε και βγήκαν απο το κατάστημα. Τότε εκείνη έσκυψε και φίλησε τον μικρούλη τρυφερά στο μέτωπο, λέγοντάς του, "να προσέχης" και έκανε να φύγη.
"Συγγνώμη", είπε ο μικρός, που δεν είχε καταφέρει ακόμα να συνέλθη απο την έκπληξη. "Ορίστε", κοντοστάθηκε η κυρία.
"Μήπως είσθε η σύζυγος του Θεού;" ερώτησε εκείνος και έμεινε αρκετή ώρα με την χαρά μπερδεμένη με απορία και ευγνωμοσύνη...
"Τί κάνεις εδώ"; τον ερώτησε μία καλοβαλμένη υψηλή γυναίκα.
Σήκωσε τα μάτια του και έκανε κάμποση ώρα μέχρι να φθάση τα δικά της μάτια. Κύτταξε πρώτα τα ακριβά της ρούχα, την δερμάτινη τσάντα της, τα βραχιόλια και το κολλιέ, καταλήγοντας στα μεγάλα της μάτια, που τον "έβλεπαν" ίσαμε την ψυχή του. Ξανακόλλησε το πρόσωπό του στην βιτρίνα και είπε, "περιμένω κυρία, να μου χαρίση ο Θεός, ένα ζευγάρι παπούτσια"!
Δίχως δεύτερη κουβέντα και σκέψη, η ευπαρουσίαστη κυρία, παίρνει απο το χέρι τον μικρό και μπαίνουν στο κατάστημα. Κάθεται εκείνος στον μικρό καναπέ και μία πωλήτρια πλησιάζει και πρώτα του καθαρίζει τα πόδια. Ύστερα του φοράει ένα ζευγάρι καινούργιες μάλλινες κάλτσες και μετά το συγκεκριμένο ζευγάρι παπούτσια, που "ζαχάρωνε" ο μικρός για ώρα πρίν, βλέποντας την βιτρίνα.
Η ευγενής κυρία πλήρωσε και βγήκαν απο το κατάστημα. Τότε εκείνη έσκυψε και φίλησε τον μικρούλη τρυφερά στο μέτωπο, λέγοντάς του, "να προσέχης" και έκανε να φύγη.
"Συγγνώμη", είπε ο μικρός, που δεν είχε καταφέρει ακόμα να συνέλθη απο την έκπληξη. "Ορίστε", κοντοστάθηκε η κυρία.
"Μήπως είσθε η σύζυγος του Θεού;" ερώτησε εκείνος και έμεινε αρκετή ώρα με την χαρά μπερδεμένη με απορία και ευγνωμοσύνη...
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου