[Στὶς
20 Ἀπριλίου τοῦ 1453, τέσσερα πλοῖα, μὲ
ἐπὶ κεφαλῆς ἕνα βασιλικὸ σκάφος,
ἐπιστρέφουν στὴν πολιορκημένη
βασιλεύουσα, φορτωμένα ἐφόδια ἀπὸ
διάφορες χριστιανικὲς χῶρες. ῾Ο Μωάμεθ
διατάσσει τότε τὸν στόλο του νὰ
συλλάβη ἢ νὰ βυθίση τὰ πλοῖα, ποὺ
τόλμησαν νὰ παραβιάσουν τὸν ἀποκλεισμὸ
τῆς πρωτεύουσας. Κυβερνήτης τοῦ
βασιλικοῦ σκάφους ἦταν ὁ γενναῖος
Φλαντανελάς].
῾Η
γριὰ τυφλή
Στὰ
τείχη ἔφεραν μὲ εὐλάβεια τὶς ἅγιες
εἰκόνες· καὶ μιὰ γριὰ τυφλή,
ἀκολουθώντας μὲ λαχτάρα τὴν
ἀνθρωποπλημμύρα, ἦρθε κι εκείνη νὰ
δῆ με τὰ ξένα μάτια. Ὁ αὐτοκράτορας
τῆς ἔκαμε τόπο, χωρὶς νὰ σηκώση τὰ
μάτια του ἀπὸ τὴν θάλασσα.
Σιωπὴ
νεκρικὴ βασιλεύει! Θαρρεῖς καὶ ὁ
Ἀετὸς, ὁ ψηλότερος τῆς Ἀσίας λόφος,
ψήλωσε ἀκόμη πιὸ πολὺ νὰ δῆ τὴν
πρωτάκουστη ναυμαχία ἑνὸς στόλου
ὁλόκληρου μὲ τέσσερα πλοῖα.
Τὸ
πρῶτο βασιλικὸ πλοῖο μὲ τὴν σημαία,
ποὺ τὴν στόλιζε ὁ δικέφαλος ἀετός,
πρῶτο πρῶτο θέλει νὰ προχωρήση, νὰ
περάση τὴν ἁλυσίδα τὴν χοντρή, ποὺ
εἶναι φραγμένος ὁ κόλπος καὶ νὰ φέρη
τροφὴ στὴν κουρασμένη Πόλη.
Γιὰ
μιὰ στιγμὴ ἔπαψε ὁ ἄνεμος· φύλλο δὲν
σαλεύει καὶ τὰ χριστιανικὰ πλοῖα
ἥσυχα στέκονται σὰν μαρμαρωμένα καὶ
καθρεφτίζονται στὴν γαλήνια θάλασσα.
Ξαφνικά,
ὁ τοῦρκος ναύαρχος Σουλεϊμὰν πασὰς
ὁρμᾶ μὲ τὸν στόλο του καὶ τὰ κυκλώνει.
῾0 κίνδυνος εἶναι μεγάλος, γιατὶ τὰ
πλοῖα δὲν μποροῦν νὰ φύγουν. Καὶ ὁ
περήφανος σουλτάνος, ξεχνώντας ὅτι
βρίσκεται στὴν ξηρά, προχωρεῖ μὲ τὸ
ἄλογό του στὰ ρηχά, νὰ τρέξη ὁ ἴδιος
νὰ βουλιάξη τὰ πλοῖα μὲ τὴν χριστιανικὴ
σημαία.
Δίνει
διαταγὲς κεραυνούς· κανένας δὲν τολμᾶ
νὰ τὶς παρακούση.
᾽Ετελείωσε!
Θὰ χαθοῦν τὰ παλληκάρια! Δεμένα τὰ
πλοῖα, γιατὶ φύλλο δὲν κουνιέται,
ἔπρεπε νὰ ξεχάσουν ὅτι εἶναι θαλασσινά·
θὰ γίνη στεριανὸς ὁ πόλεμος.
Στὰ
τείχη, ὁ λαὸς μὲ μιὰ ἀναπνοή, μὲ μιὰ
εὐχή, μὲ ἕνα ὄνειρο παρακολουθεῖ μὲ
λαχτάρα τὴν ναυμαχία καὶ προσεύχεται.
Προσεύχεται καὶ ὁ βασιλιὰς καὶ δὲν
δίνει διαταγὲς φοβερές.
Ξέρει
τὰ παλληκάρια του· θὰ κάμουν μόνα τὸ
καθῆκον τους.
Καὶ ἡ
γριὰ προσεύχεται κι ἐκείνη καὶ κλαίει.
Ἀπὸ κάτι μισόλογα, ποὺ ἀκούει,
παρακολουθεῖ τὸ μεγάλο κακὸ σὰν νὰ
τὸ βλέπη.
῾Η
νίκη
Οἱ
Τοῦρκοι ἔφεραν φωτιὰ καὶ ἄρχισε νὰ
καίεται τὸ βασιλικὸ πλοῖο. Καὶ ἄλλοι
ἀπ’ αὐτοὺς ὁρμοῦν σὰν ἀστραπὲς
μέσα στ’ ἄλλα πλοῖα.
Τότε
ὁ κυβερνήτης Φλαντανελὰς δίνει διαταγὴ
στοὺς ναῦτες του: οἱ μισοὶ στὰ κατάρτια,
μὲ τὸ ἕνα χέρι νὰ χύνουν νερὸ καὶ
νὰ σβήνουν τὴν φωτιά, μὲ τὸ ἄλλο νὰ
χύνουν ὑγρὴ φωτιὰ - τὸ ὑγρὸν πῦρ -
καὶ νὰ καῖνε τὰ ἐχθρικὰ πλοῖα, καὶ
οἱ ἄλλοι μισοὶ νὰ πολεμοῦν στῆθος
μὲ στῆθος, σπρώγνοντας τοὺς Τούρκους,
ποὺ ἤθελαν νὰ πηδήσουν μέσα.
Ἐδῶ
ἔγινε μεγάλη ἑκατόμβη. ῾Εκατοντάδες
χάνει ἀνώφελα ὁ Σουλεϊμὰν πασάς, καὶ
ἀφρίζει ὁ σουλτάνος καὶ δείχνει τὸ
χρυσό του ρόπαλο ἀγριεμένος. ῾Ο κάθε
ναύτης του χύνεται στὸν θάνατο, γιατὶ
ξέρει ὅτι τὸν περιμένει, ἂν παρακούση,
θάνατος πολυβασανισμένος.
Καὶ ὁ
οὐρανὸς ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι γαλανὸς
καὶ ἡ θάλασσα λάδι. Ἀνοίγει τὰ χίλια
στόματά της ἄθελα καὶ καταπίνει τὰ
πτώματα καὶ τὰ ναυάγια.
Ξαφνικά,
μιὰ στιγμὴ στὰ τείχη, τὴν νεκρικὴ
σιωπὴ ἀκολούθησε βοὴ μεγάλη. Τῆς
γριᾶς τὰ στήθη τὰ ξέσχιζε τὸ ἀναφιλητό.
Δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβη τὶ γίνεται
γύρω της καὶ τραβᾶ τὸ πλατὺ μανίκι
τοῦ πλαϊνοῦ της καὶ ρωτᾶ μὲ λαχτάρα:
- Ἀδερφέ,
τί γίνεται ἐκεῖ κάτω; Δὲν ἔχω μάτια
νὰ δῶ.
- Τί
γίνεται; Ὁ Σταυρός, μάνα, ἔκαμε τὸ
θαῦμα του. Ὁ Φλαντανελὰς πέρασε τὴν
ἁλυσίδα, ἀπάντησε ἐκεῖνος.
-
Δοξασμένο τ’ ὄνομά του! εἶπε ἡ γριὰ
καὶ κλονίστηκε.
Ὁ ξένος
τὴν στήριξε καὶ δὲν τὴν ἄφησε νὰ
πέση.
῎Επειτα
ἄκουσαν ψαλμοὺς· ὁ λαὸς ἔφερνε στὰ
χέρια τὸν Φλαντανελὰ μὲ τὰ παλληκάρια
του καὶ μὲ τοὺς γενναίους τῶν ἄλλων
πλοίων. Ὁ Φλαντανελὰς γελαστὸς γύρισε
καὶ εἶδε τὴν θάλασσα, ποὺ ἦταν ἀκόμη
γεμάτη συντρίμματα καὶ ναυάγια·
ἔπειτα ἔτρεξε στὸν βασιλέα του. ᾽Αλλὰ
ξαφνικὰ βλέπει τὴν μάνα του ἀκουμπισμένη
πάνω στὸν αὐτοκράτορα.
- ῾Η
μάνα μου! φώναξε.
Ὁ
Κωνσταντῖνος τοῦ χαμογέλασε καὶ τὸν
ἀγκάλιασε λέγοντας:
- ᾽Εσύ,
Φλαντανελά, στήριξες γιὰ λίγο τὴν
πόλη κι ἐγὼ τὴ μανούλα σου!
Στράφηκε
ἔπειτα πρὸς τοὺς ἄλλους γύρω του καὶ
εἶπε:
- ῎Ε,
παιδιά! ῾Ελληνικὸ αἷμα βράζει μέσα
μας. Μὲ τέτοιες μάνες καὶ τέτοια
παιδιὰ δὲν πέφτει ἀκόμη ἡ Πόλη, δὲν
πέφτει!
Ἁλεξάνδρα
Παπαδοπούλου
Πηγή:
Ἀναγνωστικό Ε' Δημοτικοῦ 1966
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου