Σὰν ἀντικρύσω
τὰ ἄσπρα ἄλογα τοῦ Αἰγαίου, χάνεται ἡ σκέψις μου στὸν Οὐρανὸ τοῦ Θείου, τοῦ Ὡραίου,
τοῦ Ἀληθινοῦ! Δὲν εἶμαι ἡμίθεος, δὲν εἶμαι ἄτρωτος, δὲν εἶμαι κἂν ἥρωας!
Καημένη Πατρίδα, ἔχεις ὅλους τοὺς ἄχρηστους στὴν πλάτη σου, ἔχεις καὶ μένα.
Μπορεῖ νὰ μὴν
εἶμαι σὲ θέσι νὰ ζητήσω ἀπὸ τὴν ἔρμη Πατρίδα κάτι καλύτερο γιὰ μένα, γιὰ τὰ
παιδιά μου. Μπορεῖ νὰ μὴν εἶμαι κἂν ἱκανὸς γι' αὐτά ποὺ παίρνω! Ὅλες αὐτὲς οἱ
σκέψεις ποὺ περνᾶνε ἀπὸ τὸ μυαλό μου, σφίγγουν τὸν λαιμὸ καὶ ξεραίνουν τὸ στόμα
μου!
Μπορεῖ νὰ ἤξερα
πόσο ἐπικίνδυνο καὶ ἀνούσιο, ἴσως καὶ ἄχρηστο γιὰ πολλοὺς ἐκεῖ κάτω νὰ εἶναι αὐτό
ποὺ κάνω! Ἴσως καὶ νὰ ἔχουν δίκιο· βλέπεις ἑγὼ δὲν κατεβάζω διακόπτες, ἐγὼ δὲν ὁδηγῶ
λεωφορεῖο μὲ 50 ψυχές, ἐγὼ δὲν βγάζω φωτοτυπίες στὰ βουλευτικὰ ἕδρανα ἕνα
χειμωνιάτικο βράδυ τοῦ Γενάρη στὴν ζεστασιὰ τῆς Βουλῆς!
Ἐγὼ κάθομαι, σκέπτομαι,
μελετάω καὶ περιμένω τὸν Τοῦρκο. Μπορεῖ καὶ ἑγὼ νὰ μὴν ἔχω νὰ πληρώσω τὰ
κοινόχρηστα, ἀλλὰ ἐσᾶς δὲν σᾶς ἐνδιαφέρει· μπορεὶ νὰ μὴν ἔχω νὰ πληρώσω τὸ
χαράτσι στὸ πατρικὸ τοῦ χωριοῦ μου, ἀλλὰ ἐσᾶς δὲν σᾶς ἐνδιαφέρει. Οὔτε καὶ
πρέπει!
Ἐγὼ ὅμως πρέπει νὰ ἀδειάσω τὸ
μυαλό μου, νὰ κλειδώσω τὸ ὑποσυνείδητο, νὰ μὴ σκεφτὼ ὅτι μὲ περιμένουν κι ἐμένα
στὸ σπίτι μου, ὅπως τόσους καὶ τόσους ἄλλους ποὺ δὲν γύρισαν ποτὲ πίσω ἀπὸ μία ἀκόμη
καθημερινὴ ἀποστολή.
Ἴσως καὶ κάποιοι νὰ ποῦν «Τὰ ἤθελε
καὶ τὰ ἔπαθε!»
Ἐγὼ ὅμως δὲν
πετάω γι' αὐτούς! Πετάω γιὰ τὸν πατέρα μου, ποὺ καμαρώνει στὴν ἄκρη στὸ χωράφι ὅταν
περνοὺν τὰ μαχητικά μας, πετάω γιὰ τὸ παιδὶ στὴν Φλώρινα, ποὺ περπατάει στὸ
χιόνι νὰ πάη στὸ σχολεῖο του, πετάω γιὰ τὸν παπᾶ μας, ποὺ κάνει χιλιόμετρα νὰ
κάνη Ἀνάστασι μὲ τοὺς τσοπαναραίους στὸ ὕψωμα τῆς Παναγίας!
Πετάω γιὰ τὸν ψαρά, ποὺ βγῆκε
4 τὸ πρωὶ μὲ τὴν ψαρόβαρκα νὰ φέρη τὸ μεροκάματο στὴν φαμελιά του, πετάω γιὰ τὸν
δασκαλάκο, ποὺ πληρώνει ἀπὸ τὴν τσέπη του τὶς φωτοτυπίες στὰ Ἄγραφα τῆς
Καρδίτσας.
Γι' αὐτοὺς πετάω. Γιὰ νὰ μποροῦν
νὰ κάνουν αὐτό, ποὺ χρόνια κάνουν καὶ νὰ κρατᾶνε τὴν Πατρίδα μας ζωντανή!
Οὔτε αὐτοί, οὔτε ἐγὼ θὰ ζητήσω
ὑπερωρίες, γιορτὲς καὶ Κυριακές, γιατὶ ἐγὼ πετάω γιὰ τὴν Πατρίδα μου.
Πετάω γιὰ
τοὺς δικούς μου ἀνθρώπους· αὐτούς, ποὺ γλεντᾶνε μὲ τὴν ψυχή τους, ζοῦν γιὰ μιὰ
στιγμή, καὶ ὅταν πεθαίνουν ξεπροβοδίζουν τοὺς δικούς τους ἀνθρώπους μὲ
τραγούδια καὶ εὔχονται καλὴν ἀντάμωσι!
Ἴσως κάποιο πρωΐ, ὅταν
κοιτάξης ψηλὰ θὰ μὲ δῆς, γιατὶ ἐκεῖ ποὺ ἰσιώνει ὁ Ἀετός, oἱ Γλάροι δὲν πετᾶνε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου